ΜΕΝΟΥ

ΠΕΡΙΒΑΛΟΝΤΙΚΗ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΗ


Η ενέργεια που καταναλώνεται στην παραγωγή του τσιμέντου είναι αρκετά υψηλή: 1000 έως 1500 kWh/t υλικού. Οι πρώτες ύλες του τσιμέντου, ο ασβεστόλιθος και η άργιλος, είναι άφθονες στην φύση. Εξάγονται από λατομεία (νταμάρια), σε μικρή απόσταση από τους τόπους παραγωγής και πολύ συχνά κοντά στους οικισμούς. Η εξαγωγή γίνεται με ανατινάξεις, προκαλεί σοβαρή ηχορύπανση και εκτοξεύει σκόνη και λίθους. Σε γειτνίαση με κατοικημένες περιοχές είναι επικίνδυνη. Απαιτείται, μετά την απόσπαση των πετρωμάτων, η αποκατάσταση του φυσικού χώρου.

Ορισμένα από τα πρόσθετα συστατικά του τσιμέντου, όπως η σκωρία, η ιπτάμενη τέφρα και η πυριτική σκόνη, είναι παραπροϊόντα άλλων βιομηχανικών διαδικασιών, όπως η παραγωγή ενέργειας και χάλυβα. Η χρήση τους στο τσιμέντο και γενικά στην κατασκευή, λειτουργεί αρχικά, θετικά στο περιβαλλοντικό ισοζύγιο, καθώς η διαχείριση και η απόθεσή τους θα επιβάρυνε το περιβάλλον. Όμως τα αποθέματα αυτών των πρόσθετων είναι  ελάχιστα.

Τα οικοδομικά απορρίμματα του τσιμέντου μπορούν να ξαναχρησιμοποιηθούν στην κατασκευή. Τα υγρά περισσεύματα απορρίπτονται ως τοξική αλκαλική λάσπη, η οποία δεν πρέπει να αναμιγνύεται με υδάτινους πόρους. Τα ορυκτά τα οποία περιέχονται στις πρώτες ύλες του τσιμέντου πολύ συχνά περιέχουν βαρέα μέταλλα. Τα περισσότερα από αυτά  διαλύονται και δεν ενσωματώνονται στο τσιμεντοκονίαμα όπως το εξασθενές χρώμιο (Cr-6+), ουσία καρκινογόνος και ισχυρά τοξική, ιδιαίτερα σε αλκαλικό περιβάλλον, όπως είναι αυτό του τσιμεντοκονιάματος. Η επαφή του τσιμέντου που περιέχει χρώμιο, με το δέρμα, είναι πολύ επικίνδυνη. Η χρήση τσιμέντου με περιεκτικότητα  χρωμίου (VI) άνω των 2ppm περιορίζεται αυστηρά στην ΕΕ, σύμφωνα με την οδηγία 2003/53/ΕC. Για το λόγο αυτό κατά την παραγωγή του τσιμέντου, χρησιμοποιούνται συνήθως ειδικά πρόσθετα που δεσμεύουν το χρώμιο.
H σκόνη του τσιμέντου δεν πρέπει να εισπνέεται, γιαυτό απαιτούνται κατά τη χρήση του μέτρα προστασίας των αναπνευστικών οδών, αλλά και κατά την επαφή του δέρματος με τσιμέντο, το οποίο μπορεί να προκαλέσει αλλεργικές δερματίτιδες, χαρακτηριστικές στους οικοδόμους.
Περιβαλλοντικά επιβλαβείς επιδράσεις του τσιμέντου προέρχονται κυρίως από τις εκπομπές των πρώτων υλών, κατά τη διαδικασία παραγωγής, καθώς και από τα καυσαέρια  της παραγωγής του. Για την όπτηση του τσιμέντου χρησιμοποιείται λιθάνθρακας, λιγνίτης και πετρέλαιο.

Για τη μείωση του κόστους παραγωγής τσιμέντου, συχνά χρησιμοποιούνται από τις βιομηχανίες, ως δευτερεύουσες καύσιμες ύλες, τρήματα παλιών ελαστικών, απορρίμματα συγκολλητικών υλών ή έλαια,  τα οποία προσεγγίζουν το 50 % της καύσιμης ύλης.  Τα καυσαέρια τους είναι ρυπογόνα και πολύ επικίνδυνα. Ο περιορισμός επικινδυνότητάς των καυσαερίων της τσιμεντοβιομηχανίας, παρά την  προσπάθεια ελέγχου τους, συναντά σοβαρές δυσκολίες, όπως με το διοξείδιο του θείου (όξινη βροχή) και τις εκπομπές υδραργύρου (από τα ίχνη του σιδηροπυρίτη της σκωρίας).

Η παγκόσμια βιομηχανία τσιμέντου έχει επηρεαστεί σημαντικά από το Πρωτόκολλο του Κιότο για τις εκπομπές των «Αερίων του Θερμοκηπίου». Το Πρωτόκολλο ορίζει ένα συγκεκριμένο κόστος περιβαλλοντικής επιβάρυνσης, που πληρώνει κάθε βιομηχανία, ανάλογα με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) της παραγωγικής διαδικασίας που εφαρμόζει.
Στην παραγωγή τσιμέντου, το κόστος του CO2 αφορά την παραγωγή του κλίνκερ (το CO2 εκπέμπεται άμεσα από τη χημική αντίδραση των πρώτων υλών), καθώς και την ενέργεια που χρησιμοποιείται για την όπτηση και την άλεση.

Τα τελευταία χρόνια η βιομηχανία τσιμέντου οδηγείται συστηματικά, αφενός στη μείωση της συμμετοχής του κλίνκερ στο τσιμέντου στο τελικό προϊόν (με συνακόλουθη αύξηση των προσθέτων) και αφετέρου στη μείωση της χρησιμοποιούμενης ενέργειας.

Αξίζει εδώ να επισημανθεί η αρνητική πλευρά του Πρωτοκόλλου του Κιότο, που επιτρέπει στην τσιμεντοβιομηχανία την πώληση του πλεονάσματος δικαιωμάτων CO2 (εφόσον η παραγωγή CO2 είναι μικρότερη της προβλεπόμενης), δημιουργώντας έτσι ένα επικερδές παραεμπόριο δικαιωμάτων CO2. Τα δικαιώματα εκπομπής CO2 που δίνονται σε κάθε μονάδα παραγωγής τσιμέντου, είναι ανάλογα της παραχθείσας ποσότητας κλίνκερ την προηγούμενη χρονιά. Η κάθε βιομηχανία επιδιώκει αυξημένα δικαιώματα εκπομπής, ώστε να εμπορευθεί αυτά που θα της περισσέψουν. Έτσι ακόμη και σε περιόδους μειωμένης ζήτησης δε μειώνεται ανάλογα η παραγωγή κλίνκερ, για να μη χαθεί το κέρδος που θα αποφέρει, την επόμενη χρονιά, το εμπόριο δικαιωμάτων  CO2.